- συνεπιβάτης
- ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Νεπιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
συνέποχος — ον, Μ [ἔποχος] συνταξιδιώτης πάνω στο ίδιο όχημα, συνεπιβάτης … Dictionary of Greek
Έρχαρτ, Αμέλια — (Amelia Earhart, Άτσισον, Κάνσας 1897 – 1937). Αμερικανίδα πρωτοπόρος αεροπόρος. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμος σε στρατιωτικό νοσοκομείο έως την ανακωχή, το 1918. Το 1919 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek